πλευμόνων

πλευμόνων
πλεύμων
the lungs
masc gen pl
πνεύμων
the lungs
masc gen pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… …   Dictionary of Greek

  • ρήξη — η / ῥῆξις, ήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. Fρῆξις, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα 2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.) 3. ρήγμα, χάσμα νεοελλ. 1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη τής εισόδου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”